|
|
Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:
Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε. Η εγγραφή για τον όρο active παρατίθεται στη συνέχεια. Δείτε επίσης: sun
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: | Κύριες μεταφράσεις |
| active adj | (person: busy, dynamic) | δραστήριος επίθ |
| | Robert is much more active than I am; he can hike 10 miles without getting tired! |
| | Ο Ρόμπερτ είναι πολύ πιο δραστήριος από ό,τι εγώ. Μπορεί να πάει πεζοπορία για 10 μίλια χωρίς να κουραστεί! |
| active adj | (thing: busy, dynamic) | δραστήριος επίθ |
| | Sarah leads an active life: she works full-time, volunteers at the homeless shelter, and coaches basketball. |
| | Η Σάρα έχει δραστήρια ζωή. Εργάζεται με πλήρες ωράριο, είναι εθελόντρια σε ένα καταφύγιο αστέγων και προπονήτρια καλαθοσφαίρισης. |
| active adj | (taking part) | ενεργός επίθ |
| | All active members of the club are required to attend the meeting. |
| | Όλα τα ενεργά μέλη της λέσχης υποχρεούνται να παραστούν στη συνέλευση. |
| active adj | (grammar: not passive) (γραμματική) | ενεργητικός επίθ |
| | In English-language research papers, it is important to use the active voice for verbs. |
| | Σε ερευνητικές εργασίες στην αγγλική γλώσσα, είναι σημαντικό να χρησιμοποιείται η ενεργητική φωνή των ρημάτων. |
| active adj | (functioning, operating) | ενεργός, λειτουργικός επίθ |
| | | σε λειτουργία περίφρ |
| | The nuclear reactor is no longer active. |
| | Ο πυρηνικός αντιδραστήρας δεν είναι πια ενεργός. |
| active adj | (volcano: not extinct) | ενεργός επίθ |
| | Mt. Sakurajima is still active; it often shoots smoke and ash into the sky. |
| | Το ηφαίστειο Σακουρατζίμα είναι ακόμη ενεργό. Συχνά εκπέμπει καπνό και στάχτη στον ουρανό. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| active adj | (in progress) (μτφ: δεν έχει τελειώσει) | ανοιχτός επίθ |
| | | ενεργός επίθ |
| | Before going on holiday, the lawyer briefed his colleague on all his active cases. |
| active adj | (military: on duty) | εν ενεργεία φρ ως επίθ |
| | Both my uncles are soldiers; one is active, the other retired. |
| active n | (verb form, voice) | ενεργητική επίθ ως ουσ θηλ |
| | | ενεργητική φωνή επίθ + ουσ θηλ |
| | "The vase was broken by Jane" becomes "Jane broke the vase" in the active. |
| active n | (chemical agent) | δραστική ουσία επίθ + ουσ θηλ |
| | Check the expiration date of your sunscreen to make sure the actives are still good. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
|
|